Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ - H KΑΒΑΛΑ ΑΠΟ ΤΟ 1453 ΕΩΣ ΤΟ 1920


Πάνω στην τριγωνική χερσόνησο του λόφου της Καβάλας, από τις Καμάρες ως την άκρη του ακρωτηρίου, όπου βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας, μέχρι το 1864 περιοριζόταν η παλιά πόλη, που ήταν συνέχεια της αρχαίας Νεάπολης και της Βυζαντινής Χριστούπολης. Μέσα στον ίδιο χώρο, η ίδια πόλη παρουσιάζεται, σε διαφορετικές εποχές, με διαφορετικό όνομα. Κάθε όνομα είναι χαρακτηριστικό και αντιστοιχεί σε μια ιστορική περίοδο. Η Νεάπολη  παρ’ Αντισάραν (=Καλαμίτσα) στην αρχαία περίοδο, στη βυζαντινή περίοδο ονομάστηκε Χριστούπολις  προς τιμή του Αποστόλου Παύλου κι αυτό το όνομα διατηρήθηκε ως το 1470. Κατά τη νεώτερη εποχή δηλαδή από το 1470 ονομάστηκε Καβάλα, όνομα που διατηρεί ως σήμερα (Καβάλα =τουρκικό τοπωνύμιο και σημαίνει παράγκα δίπλα στη θάλασσα) Η Νεάπολη ήταν το επίνειο της αρχαίας πόλης των Φιλίππων. Σ’ αυτή αποβιβάστηκε το 49μ.χ. ο Απόστολος Παύλος πριν πάει στους Φιλίππους. Την ιστορία της αρχαίας πόλης μας τη δίνουν σήμερα οι σκόρπιες ιστορικές μαρτυρίες που υπάρχουν στα κείμενα των αρχαίων, τα ανασκαφικά ευρήματα που ήρθαν κατά καιρούς στο φώς, οι επιγραφές και τα ψηφίσματα που βρέθηκαν και που μνημονεύουν αξιόλογα γεγονότα της πόλης. Από τη βυζαντινή εποχή η πρώτη περίοδος μας είναι σχεδόν άγνωστη, ενώ η τελευταία διαφωτίζεται από τις άφθονες μαρτυρίες που είναι διασκορπισμένες στις πηγές των παλαιολόγειων χρόνων. Πηγές επίσης, ήταν η αλληλογραφία του ελληνικού υποπροξενείου της Καβάλας (από το Υπουργείο Εξωτερικών) που καλύπτει τη χρονική περίοδο 1835-1913 καθώς και φωτοαντίγραφα από τα γαλλικά και αγγλικά αρχεία, που διασώζουν την αλληλογραφία των αντίστοιχων υποπροξενείων που λειτούργησαν στην Καβάλα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ενώ η έκδοση του μακεδονικού αγώνα διαφωτίζει την πρόσφατη  περίοδο, που οδήγησε στη μεγάλη εποποϊα των βαλκανικών πολέμων.
Περιλαμβάνονται τα εξής κεφάλαια: Βυζαντινοί χρόνοι-ιστορία της Χριστούπολης με σύνδεση των αρχαίων χρόνων-ιστορία της Νεάπολης , Νεότεροι χρόνοι-ιστορία της Καβάλας, Εμπορική ανάπτυξη της Καβάλας, Μακεδονικός αγώνας-απελευθέρωση της πόλης, τέλος αναφορά στα μνημεία που δημιουργήθηκαν τις παραπάνω περιόδους.


ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ

Η Νεάπολη, όπως προκύπτει από ψήφισμα ακρωτηριασμένης επιγραφής πού έχει συμπληρωθεί, ήταν αποικία των Θασίων. Ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα, όταν οι Θάσιοι προσπαθούσαν να διεισδύσουν στην απέναντι θρακική παραλία. Η προσπάθειά τους όμως αυτή δεν έγινε ειρηνικά. Οι φορολογικοί κατάλογοι της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας μνημονεύουν για πρώτη φορά την Νεάπολη. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο η Νεάπολη παρέμεινε πιστή στην Αθήνα. Ήταν μέλος της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας κι έμεινε σύμμαχος μέχρι την κατάκτησή της από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο. Οι μαρτυρίες που έχουμε για τα επόμενα χρόνια είναι ελάχιστες. Κατά τους Ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς  χρόνους ο λιμένας της Νεάπολης αποτελεί το τέρμα του εμπορικού δρόμου που ενώνει τους Φιλίππους με την Ανατολή μέσω Αλεξανδρείας και Τρωάδας. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε κι ο Απόστολος Παύλος γύρω στο 54π.χ. Αποβιβάζεται στην Νεάπολη και πηγαίνει στους Φιλίππους όπου και ίδρυσε την πρώτη χριστιανική εκκλησία στην Ευρώπη. Το βαθμιαίο πέρασμα από την αρχαία Νεάπολη στη βυζαντινή Χριστούπολη γίνεται αργά, σταθερά κι ανεπαίσθητα. Σιγά-σιγά η Νεάπολη θα παραχωρήσει τη θέση της και το όνομά της στη Χριστούπολη. Η τιμητική αυτή αλλαγή της ονομασίας σκοπό είχε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του χριστιανικού κόσμου στην πόλη που πρωτοδέχτηκε τον Απόστολο Παύλο και τον Χριστιανισμό. Η γεωγραφική θέση της περιοχής αποτελούσε σε κάθε εποχή σπουδαίο στρατηγικό σημείο. Από την πόλη περνούσε η περίφημη «Εγνατία οδός», που άρχιζε από το Δυρράχιο και τελείωνε στα Κύψελα.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΠΟΛΗΣ

Οι Βυζαντινοί μετονόμασαν την αρχαία Νεάπολη σε Χριστούπολη. Ο ακριβής χρόνος της αλλαγής της ονομασίας αυτής παραμένει άγνωστος. Οι πρώτες μαρτυρίες του νέου ονόματος υπάρχουν σε πηγές του 8ου και του 9ου αιώνα. Σύντομη φραγκική κατοχή, απόκρουση των Καταλανών, εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στον Ιωάννη Κατακουζηνό και Ιωάννη Παλαιολόγο, παραχώρηση στα αδέλφια Αλέξιο και Ιωάννη, Ωστόσο δεν παρέμεινε για πολύ ελεύθερη γιατί  το 1391 κυριεύεται από τους Τούρκους και καταστρέφεται ολοκληρωτικά. Σαν πόλη έπαψε να υπάρχει και θα περάσουν 140 περίπου χρόνια για να εμφανισθεί ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας ως νέα πόλη, με νέο όνομα, το σημερινό όνομα της Καβάλας. Το 1453 έχουμε την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την αρχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

Για πρώτη φορά το τοπωνύμιο «Καβάλα» αναφέρεται το 1470 στο ημερολόγιο του αιχμαλώτου Βενετού λοχαγού Angiolello. Δεν αναφέρεται όμως σαν όνομα πόλης, αλλά σαν τοπωνύμιο δοσμένο στην πλαγιά του βουνού. Το έτος 1533 αναφέρεται σε φυλλάδιο-υπόμνημα (για την απελευθέρωση των ελληνικών χωριών) που φυλάγεται στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, ότι πρόκειται να γίνει απόβαση στη Θεσσαλονίκη ή στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης ή «ακόμα μακρύτερα, έστω και εις Crysopolo, η οποία ήτο εις τον κόλπον, εις το όρος το καλούμενον ήδη la Cavalla, καταστραφείσα κάποτε, και όπου υπάρχει εν στενόν πέρασμα, ίνα πηγαίνει κανείς από την Ελλάδα εις την Κωνσταντινούπολιν». Γίνεται φανερό πια ότι το τοπωνύμιο «Καβάλα» επεκτάθηκε και επικράτησε και στη θέση της παλιάς Χριστούπολης δεν αναφέρει όμως για τη συνοίκηση της νέας πόλης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του περιηγητή Belon που περιόδευσε την Mακεδονία κατά τα έτη 1546-49 η Καβάλα είχε πρωτοαποικισθεί από Εβραίους που είχαν πάρει μαζί τους οι Τούρκοι, όταν επέστρεφαν από τον πόλεμο της Ουγγαρίας. Ο Belon δεν μας αναφέρει το χρόνο του γεγονότος έτσι αν συσχετίσουμε τη μαρτυρία αυτή με την πληροφορία του Hammer που αναφέρει ότι οι Τούρκοι παίρνοντας μαζί τους και τους εξόριστους Εβραίους άρχισαν να υποχωρούν από τη Βούδα στις 24 Σεπτεμβρίου 1526 κι αν λάβουμε υπόψη και τη χρονική διάρκεια του ταξιδιού προς την Κωνσταντινούπολη, τότε θα πρέπει να τοποθετήσουμε χρονικά το γεγονός της εγκατάστασης των Εβραίων στην Καβάλα το 1527 ή το 1528. Περιγραφές περιηγητών πολύ ενδιαφέρουσες έχουμε κατά τα έτη 1591,1667, 1669. Η πόλη χωριζόταν με ένα τείχος σε δύο μέρη, στην πάνω και την κάτω πόλη. Το τείχος άρχιζε από το παλιό οικονομικό γυμνάσιο, που στεγάζει σήμερα το 5ο Γυμνάσιο και έφθανε ως το φρούριο. Το τείχος αυτό  σώζεται μέχρι σήμερα. Το 1684 οι Βενετοί βομβάρδισαν την Καβάλα κι επιχείρησαν να την καταλάβουν. Η προσπάθειά τους όμως απέτυχε, γιατί οι Τούρκοι πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση. Το 1769 γεννήθηκε ο ιδρυτής της Αιγυπτιακής Βασιλικής Δυναστείας Μωχάμετ Αλή, Αντιβασιλέας της Αιγύπτου, που ονειρευόταν να γίνει Σουλτάνος, γι αυτό και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Υποχώρησε μόνο αφού πήρε ως αντάλλαγμα το 1807 την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος στην Αντιβασιλεία της Αιγύπτου για την οικογένεια του. Πέθανε από φρενική νόσο το 1849. Το 1771 η Καβάλα λεηλατήθηκε από τον ρωσικό στόλο. Κατά την επανάσταση του 1821 οι Τούρκοι προέβησαν σε ξυλοδαρμούς και βιαιοπραγίες Καβαλιωτών για να κάμψουν το φρόνημά τους. Διασώζεται μάλιστα το όνομα του Κώστα Σερδάρογλου, που τον κρέμασαν οι Τούρκοι στον πλάτανο για να εκφοβίσουν το ελληνικό στοιχείο. Η Καβάλα δεν επαναστάτησε λόγω του ολιγάριθμου ελληνικού πληθυσμού και λόγω της παρουσίας μεγάλου αριθμού Τούρκων στρατιωτών στην περιοχή τους. Συμμετείχε όμως στον απελευθερωτικό αγώνα μ’ αγωνιστές της που κατέφυγαν και πολέμησαν στη νότια Ελλάδα. Αναφέρονται τα ονόματα του Θεόδωρου Καβαλιώτη, και του Ιλαρίωνα Καρατζόγλου. Του πρώτου διασώζεται το όνομα σε δρόμο της Καβάλας, ενώ οι αρετές και η ανδρεία του δεύτερου εκθειάζονται από το Γιάννη Μακρυγιάννη στα απομνημονεύματά του.

ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

Η Καβάλα στα νεότερα χρόνια γνώρισε τρεις περιόδους ακμής. Μία το 16ο αιώνα, όταν από το λιμάνι της Τούρκοι εξαγωγείς τροφοδοτούν την Ευρώπη με μεγάλες ποσότητες σιτηρών. Πρόσφατες εργασίες στηριγμένες στα βενετικά αρχεία, παρουσιάζουν το λιμάνι της Καβάλας σαν ένα από τα μεγαλύτερα εξαγωγικά κέντρα της Ελλάδας. Αλλεπάλληλες αποστολές πλοίων, που καταφθάνουν από τη Δύση, φορτώνουν στα δύο νέα λιμάνια του Βόλου και της Καβάλας σιτηρά, για να τα μεταφέρουν στην Ιταλία που πάσχει από έλλειψη. Η κρίση του 1548-52 άνοιξε το μεγάλο θησαυρό των σιτοβολώνων. Το λιμάνι της Καβάλας θα συνεχίσει τις εξαγωγές και στα επόμενα χρόνια όταν νέες σιτοδείες θα χτυπήσουν την Ιταλία και τα άλλα κράτη της δυτικής Ευρώπης. Η δεύτερη περίοδος της ακμής της είναι ολιγόχρονη. Αρχίζει με την ίδρυση του γαλλικού προξενείου της Καβάλας, το έτος 1701, από τον πρεσβευτή de Ferriol και λήγει το 1714 με την εκστρατεία των Τούρκων εναντίον της Πελοποννήσου. Στα 1715 η Καβάλα βρισκόταν σε παρακμή και το γαλλικό προξενείο υποβιβάστηκε σε υποπροξενείο, που συνέχισε τη λειτουργία του σαν εξάρτημα του προξενείου της Θεσσαλονίκης. Το 1756 το γαλλικό υποπροξενείο της Καβάλας δε λειτουργεί και οι προσπάθειες του Γάλλου προξένου DEvant το 1757 για επαναλειτουργία του δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Φαίνεται όμως πως επαναλειτούργησε γρήγορα γιατί στα επόμενα χρόνια παρουσιάζει κάποια εμπορική κίνηση, που μειώνεται στα τέλη του 18ου αιώνα, ο γαλλικός εμπορικός οίκος LION, που είχε εγκατασταθεί το έτος 1771 στην Καβάλα, καταστρέφεται το 1786 και οι φορτώσεις των γαλλικών πλοίων από το λιμάνι της Καβάλας, που αναφέρονται συχνά από το 1786, στις εκθέσεις των Γάλλων υποπρόξενων άλλων περιοχών, ελαττώνονται και χάνονται στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Παράλληλα με το γαλλικό υποπροξενείο λειτουργεί στην Καβάλα και βενετικό υποπροξενείο, σαν εξάρτημα κι αυτό του βενετικού υποπροξενείου Θεσσαλονίκης. Παρά την αυξομείωση που παρουσιάζει η εμπορική κίνηση της Καβάλας κατά χρονικά διαστήματα η γεωγραφική θέση καθιστά την πόλη σπουδαίο εμπορικό σταθμό, που δεν χάνει την επικαιρότητα ακόμα και σε χρόνους που ανώμαλες καταστάσεις επιδρούν ανασχετικά στην εμπορική της ανάπτυξη. Η Καβάλα στο δεύτερο μισό  του 18ου αιώνα είναι πράγματι η αποθήκη των εμπορευμάτων της Αιγύπτου, της Σμύρνης, των προϊόντων της Θάσου και άλλων νησιών του Αιγαίου. Η τελευταία περίοδος της ακμής διαφέρει από όλες τις προηγούμενες. Το ελληνικό στοιχείο αναλαμβάνει και παίρνει στα χέρια του όλο σχεδόν το εμπόριο της πόλης. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Καβάλας οργανώνεται και φέρει σε πέρας ένα ηράκλειο έργο. Ο οικοδομικός οργασμός που παρατηρείται, ύστερα από την άδεια ανοικοδόμησης και έξω από τα τείχη, διπλασιάζει την πόλη και πολλαπλασιάζει το ελληνικό στοιχείο. Μια δεύτερη συνοικία δημιουργείται και υψώνεται κοντά στην πρώτη, καθαρά ελληνική αυτή τη φορά, είναι η συνοικία του Αγίου Ιωάννη. Παρακολουθούμε τη νέα ιστορική περίοδο, που θα αλλάξει ριζικά την πόλη, μέσα από το πλούσιο ιστορικό υλικό της εποχής αυτής που μας έχει διασωθεί. Η Καβάλα ως τα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν μια μικρή πολίχνη, περιορισμένη μέσα στο παλιό κάστρο του συνοικισμού της Παναγίας. Ο πληθυσμός της πόλης, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των περιηγητών, δεν ξεπερνούσε τους 2000-3.000 κατοίκους. Δε γνωρίζουμε από το σύνολο αυτό των κατοίκων πόσοι ήταν Έλληνες και πόσοι ήταν Τούρκοι. Από σχετικές νεότερες μαρτυρίες συμπεραίνουμε ότι το ελληνικό στοιχείο μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν πολύ ελάχιστο σε σχέση με το τουρκικό. Στα 1821 ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης μόλις αριθμούσε μερικές δεκάδες μόνον. Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα ο περιηγητής Β. Νικολαϊδης, που πέρασε από την Καβάλα, αναφέρει ότι η πόλη είχε 500 σπίτια, από τα οποία εξήντα μόνον ήταν κατοικημένα από ελληνικές οικογένειες. Τα υπόλοιπα ήταν στα χέρια των Τούρκων. Υπήρχαν ακόμα και άλλα 300 σπίτια, μαγαζιά και εργαστήρια στα προάστια, που ήσαν στα χέρια των χριστιανών. Πιο συγκεκριμένες πληροφορίες για τον ελληνικό πληθυσμό μας δίνουν δύο νεότερα έγγραφα των ετών 1866 και 1874, που δημοσίευσε από τον κώδικα της μητρόπολης ο μακαρίτης δημοσιογράφος Δ. Δημητριάδης. Το πρώτο έγγραφο, που υπογράφεται από 89 χριστιανικές οικογένειες της Καβάλας, είναι μια αναφορά που απευθύνεται στο Πατριαρχείο και στρέφεται εναντίον των ενεργειών της μερίδας του Κουγιουμτζόγλου της Ξάνθης, που προσπαθούσε να επιτύχει ανάκληση του μητροπολίτη Διονυσίου. Το δεύτερο έγγραφο του 1874 είναι ένας κατάλογος, όπου καταγράφονται οι 171 ελληνικές ορθόδοξες οικογένειες, που πλήρωναν αρχιερατική επιχορήγηση. Από την αρχιερατική αυτή επιχορήγηση των 18 γροσιών απαλλάσσονταν μόνο οι χήρες, οι χήροι και οι ανύπανδροι. Αν με βάση αυτό τον πίνακα καταγραφής υπολογίσουμε τον πραγματικό πληθυσμό της Καβάλας, ο πληθυσμός αυτός δεν θα πρέπει να υπερέβαινε τους 800-1000 κατοίκους. Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας (1879-80) ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης αναμφισβήτητα αυξήθηκε, ενώ στη μεταγενέστερη απογραφή του 1905 ο χριστιανικός πληθυσμός βρέθηκε να είναι γύρω στους 10000. Η ραγδαία αυτή αύξηση του ελληνικού πληθυσμού της Καβάλας, που σχεδόν τριακονταπλασιάσθηκε κατά το διάστημα μιας πεντηκονταετίας, από το χρόνο της επίσκεψης του περιηγητή Β. Νικολαϊδη ως το χρόνο της απογραφής του 1905, οφείλεται στο καπνεμπόριο που άρχισε να αναπτύσσεται από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Το εμπόριο του καπνού και του βαμβακιού έλαβε τεράστιες διαστάσεις στα μετέπειτα χρόνια. Η ανάπτυξη αυτή προκάλεσε τη μετακίνηση πολλών εμπόρων και εργατών πού έρχονταν για μόνιμη εγκατάσταση στην Καβάλα με την ελπίδα μιας καλύτερης τύχης. Από τις πρώτες οικογένειες που καταφθάνουν γύρω στα 1840 είναι η οικογένεια του Στέργιου Φέσσα, από τη Βλάστη. Από τις Σέρρες κατέφθασε η οικογένεια του Μιχαήλ Σπόντη, που έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στα κοινοτικά πράγματα. Ο Μιχαήλ Σπόντης διετέλεσε χρόνια υποπρόξενος της Αυστρίας και υπήρξε μεγάλος ευεργέτης της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε κι ο καπνέμπορος Μ. Φώσκολος, υποπρόξενος της Γερμανίας. Άλλες γνωστές οικογένειες καπνεμπόρων που έδρασαν στην Καβάλα ήταν του Γρηγοριάδη, Ναλμπάντη, Τόκου, Βάρδα, Ιορδάνου, Σολού, Κωνσταντινίδη κ.ά.
Η εγκατάσταση του καπνεμπορικού οίκου των αδελφών Αλλατίνη θα δώσει μεγαλύτερη κίνηση στο καπνεμπόριο της Καβάλας. Οι νέες αφίξεις καπνεμπόρων κι εργατών θα δημιουργήσουν το πρόβλημα της στέγασης. Η Καβάλα, περιορισμένη πάνω στο τριγωνικό ύψωμα του συνοικισμού της Παναγίας, μέσα στα παλιά τείχη της πόλης, ασφυκτιούσε και ζητούσε επίμονα εξάπλωση προς τα έξω. Νέες οικίες δεν μπορούσαν να γίνουν γιατί δεν υπήρχε ελεύθερος χώρος μέσα στην πόλη. Οι Τούρκοι που κατείχαν και ενοικίαζαν τα περισσότερα σπίτια της πόλης, αντιδρούσαν στην εξάπλωση, για να μη χάσουν τα ψηλά ενοίκια που έπαιρναν από τους εμπόρους, που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη τους. Τελικά η άδεια της ανέγερσης οικιών και έξω από τα τείχη, ύστερα από αίτηση 11 Ελλήνων δημογερόντων και ενεργειών του Πατριαρχείου στην Υψηλή Πύλη, δόθηκε το 1864 και η ανοικοδόμηση άρχισε.  Η αλματώδης ανάπτυξή της θα την καταστήσει πασίγνωστη σε όλη την Ευρώπη. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει η εφημερίδα «Κλειώ» της Τεργέστης στις 11 Νοεμβρίου 1879, όταν σε ένα μακροσκελέστατο άρθρο της ασχολείται με το Γυμνάσιο που εγκαινιάσθηκε στην πόλη της Καβάλας: «Η τέως ολίγον γνωστή εις τε τον πολιτικόν και τον εμπορικόν κόσμον πόλις Καβάλα ένεκα του εν αυτή διενεργουμένου εμπορίου κατέστη πασίγνωστος εις άπασαν την Ευρώπην, και εφ’ όσον προάγεται η καπνοφυτεία εν ταις περιφερείας της βορειοανατολικής Μακεδονίας επί τοσούτον αναπτύσσεται και αυτή, και ήδη δύναται να θεωρηθεί μετά την Θεσσαλονίκην η εμπορικωτέρα πόλις της Μακεδονίας, ή μάλλον ο μόνος λιμήν των βορειοανατολικών επαρχιών αυτής, δι ου εξάγωσιν αύται τα ευγενέστερα αυτών προϊόντα, τον καπνόν και τον βάμβακα…» Στη διάρκεια 1870-80 το καπνεμπόριο στην Καβάλα βρίσκεται σε μεγάλη άνθιση. Οι καπνεμπορικές επιχειρήσεις παρουσιάζονται περισσότερο οργανωμένες. Πραγματοποιούν μεγάλες εξαγωγές σε χώρες του εξωτερικού και οι περισσότεροι καπνέμποροι αν όχι όλοι τους συνέχιζαν μια επιχείρηση που είχαν παραλάβει από τον πατέρα τους. Αναφέρονται πάνω από 25 ονόματα Ελλήνων καπνεμπόρων. Αυτοί ήταν: Ν.Γ Γρηγοριάδης, Ε.Γ.Γρηγοριάδης, Ι.Ναλμπάντης, Ν.Τζιμούρτος, Γ.Τζιμούρτος, Κ.Φέσσας, Γ.Κασάπης, Κ.Ρηγαζένης, Α.Σολού, Π.Φώσκολος, Μ.Φώσκολος, αδελφοί Φέσσα, Δ.Τόκος, Χ.Ιωάννου, Ι. Κωνσταντινίδης, Κ.Ενφιετζόγλου, Γ. Ιορδάνου, Ισαακίδης, Φιλιππίδης, Μ. Κολοκύθας, Μ.Βάρδας, Ηλίας Παπαηλίας, αδελφοί Ροδοκανάκη, Μ.Σπόντης και ο καπνέμπορας του Δοξάτου Α.Τζίμος. Υπήρχαν ακόμα και μερικοί Τούρκοι καπνέμποροι από τους οποίους οι σημαντικότεροι ήταν ο Ζαδέ Αχμέτ εφένδης και ο φιλέλληνας Χατζή Εσσάτ εφένδης. Η οικονομική αυτή ανάπτυξη είχε ως αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να εγκαθιστούν υποπροξενεία στην Καβάλα προκειμένου να εξυπηρετούν τα εμπορικά συμφέροντά τους. Το 1847 λειτουργούσαν ήδη στην Καβάλα τρία υποπροξενεία, της Γαλλίας, Αυστρίας και Ελλάδας. Το 1868 ο Πέτρος Βάρδας, υποπρόξενος της Γαλλίας, πληροφόρησε στον Έλληνα συνάδελφό του Ηλία Βασιλειάδη ότι η Ρωσία σκόπευε να ιδρύσει στην Καβάλα υποπροξενική αρχή. Το ρωσικό υποπροξενείο πράγματι λειτούργησε κατά τα επόμενα χρόνια. Στα περισσότερα ξένα υποπροξενεία υπηρετούν ως υποπρόξενοι πλούσιοι Έλληνες έμποροι. Στο γαλλικό ο Πέτρος Βουλγαρίδης, στο αυστριακό ο Μιχαήλ Σπόντης και στο γερμανικό ο Μάρκος Φώσκολος. Μερικές φορές οι ιδιοι υποπρόξενοι αντιπροσώπευαν συμφέροντα των δύο ευρωπαϊκών κρατών, όπως ήταν ο Πέτρος Βουλγαρίδης και αργότερα ο Χ. Βουλγαρίδης, που ήταν υποπρόξενοι της Γαλλίας και της Ρωσίας. Από τους Έλληνες υποπρόξενους που υπηρέτησαν από το 1835 στο ελληνικό υποπροξενείο της Καβάλας ξεχωρίζουν οι Παναγιώτης Σκουτερίδης, Μάρκος Φώσκολος, Αρ. Παπαδόπουλος, Τσιμπουράκης, Γ.Σάρρος, Ν.Μαυρουδής, Ν.Σουϊδάς και Άννινος Καβαλιεράτος. Η οικονομική ακμή της πόλης δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την πνευματική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη των κατοίκων της ελληνορθόδοξης κοινότητας Καβάλας. Ένα πλήθος αδελφοτήτων και συλλόγων που συστήνονται από το 1874 συμβάλλουν στη βελτίωση των κοινοτικών πραγμάτων. Ιδιαίτερα ο φιλεκπαιδευτικός σύλλογος «Αριστοτέλης» που ιδρύθηκε το 1879, με τη βοήθεια του Ν. Φιλιππίδη πραγματοποίησε ένα Ηράκλειο άθλο στην Καβάλα. Η ανέγερση του σχολείου της Ομόνοιας, κατά τα έτη 1879-81, καθώς και των άλλων κοινοτικών καταστημάτων, οφείλονται στην πρωτοβουλία αυτού του συλλόγου. Ο τελευταίος σύλλογος της σειράς αυτής, που ιδρύθηκε το 1902, είναι η «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών», που συνεχίζει τη δράση του ως σήμερα. Στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας η Καβάλα έχει όψη μεγαλούπολης. Υψώθηκαν τεράστιες καπναποθήκες, ιδρύθηκαν πολυτελείς κατοικίες, συστήθηκαν νέα σωματεία, άνοιξαν παντός είδους καταστήματα, λειτούργησαν νέα σχολεία, ανεγέρθηκαν μεγαλοπρεπή κτίρια, απέκτησε η κοινότητα νοσοκομείο, γυμναστήριο, νέο μεγάλο ναό, φιλαρμονική, βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο και τυπογραφεία. Ο Γ.Χατζηκυριακού, που επισκέφθηκε την Καβάλα στα 1906, μας δίνει μια γλαφυρή και παραστατική εικόνα της κοινοτικής ευρωστίας και της κοινοτικής προόδου που συντελέστηκε στην Καβάλα κατά την τελευταία πεντηκονταετία. Πλούσιοι έμποροι γίνονται μεγάλοι χορηγοί και ευεργέτες της κοινότητας. Ο Μ.Σπόντης χάρισε το οικόπεδο πάνω στο οποίο κτίσθηκε το σχολείο της Ομόνοιας και στη συνέχεια προκατέβαλε όλη τη δαπάνη της ανέγερσης διδακτηρίου για να χαρίσει τελικά και το ποσό των 50.000 γρόσιων. Ο Σπύρος Σεκερτζής κάλυψε όλη τη δαπάνη της ανέγερσης του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός». Εξέχοντες Καβαλιώτες ανέλαβαν την πρωτοβουλία της ίδρυσης του Παρθεναγωγείου κατά τα έτη 1891-93. Από τους μεγάλους δασκάλους της πόλης ξεχωρίζει η εξέχουσα προσωπικότητα του Θεοδώρου Καβαλιώτη, που έδρασε στη Μοσχόπολη. Η ζωή και το έργο του αναφέρεται στη διατριβή του συναδέλφου Στάθη Κεκρίδη. Προς αποφυγή σύγχυσης θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Θεόδωρος Καβαλιώτης είναι απλά συνονόματος του Θεόδωρου Καβαλιώτη και ήταν έμπορος στην αρχή του αγώνα στο Ναύπλιο, φυλακίστηκε για την επαναστατική του δράση-διαφεύγει μαζί με άλλους Έλληνες τον Δεκέμβριο του 1821 όταν ο Βαλέστρας σε μια αποτυχημένη προσπάθεια του πλησίασε τα τείχη της πόλης και κατατάχθηκε στο Σώμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και μετά στο σώμα του Κορίνθιου άρχοντα Ιωάννη Νοταρά. Συμμετείχε στη μάχη των Δερβενακίων, ανδραγάθησε, είχε την ευτυχία να δει την πατρίδα ελεύθερη και η πατρίδα τον αντάμειψε πλουσιοπάροχα αφού τον τίμησε με το παράσημο του χάλκινου νομισματόσημου και του χάρισε κτήματα στην Αργολίδα. Ο Νικόλαος Καβαλιώτης λόγω του επιθέτου του δείχνει πως καταγόταν από την Καβάλα. Ήταν έμπορος στην Κωνσταντινούπολη όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821 και ίσως ήταν μυημένος στην Φιλική Εταιρεία. Υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό και ήταν γραμματέας στο 25ο Ορτάν των Γενιτσάρων. Εκμεταλλευόμενος την θέση του αυτή βοήθησε την Επανάσταση όσο μπόρεσε και έσωσε πολλούς καταδιωγμένους για την δράση τους Έλληνες. Οι Τούρκοι όμως τον υποπτεύθηκαν τον συνέλαβαν μέσα στο σπίτι του και με άλλους ‘Έλληνες που έκρυβε τον έσυραν μέχρι το Ατ Μεϊντάν (σημερινό όνομα της πλατείας της Κων/πολης όπου άλλοτε ήταν ο βυζαντινός Ιππόδρομος του Σεπτήμου Σεβήρου) και τον κρέμασαν μαζί με όλους τους προστατευόμενους του, που έκρυβε κοντά του. Εξίσου μεγάλη φυσιογνωμία είναι και ο Νικόλαος Φιλιππίδης, που έδρασε στην Καβάλα κατά την περίοδο 1789-81. Ακολουθούν οι μορφές του Αρ. Στάνη, Βασιλειάδη, Πολίτη κ.ά  Εκείνος όμως που στάθηκε η ψυχή της πόλης για μισό αιώνα είναι ο ποιητής Ι.Κωνσταντινίδης. Πρωτοστάτησε σε κάθε πνευματική και εθνική εκδήλωση της ελληνορθόδοξης κοινότητας και σαν άλλος Τυρταίος τριγυρνούσε με τη λύρα στο χέρι για να εμψυχώσει τον υπόδουλο ελληνισμό και να ψάλει με τους στίχους του τη μελλοντική ανάστασή του. Οι στίχοι του περνούσαν στο στόμα του λαού και γίνονταν εμβατήρια και πολεμικοί παιάνες.

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ  ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ

Η Καβάλα υπήρξε ένα από τα μεγάλα εθνικά κέντρα του υπόδουλου ελληνισμού κατά τους τελευταίους χρόνους της τουρκοκρατίας. Η οργάνωση της παιδείας σ’ όλη τη βορειοανατολική Μακεδονία και τη  δυτική Θράκη μετά τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου έγινε με πρωτοβουλία του Νικ. Φιλιππίδη και με κέντρο τη Καβάλα. Η σύσταση φιλεκπαιδευτικών συλλόγων και ο εκπαιδευτικός οργασμός που παρατηρείται κατά την περίοδο 1879-81 αναμφισβήτητα οφείλονται στη μεγάλη προσωπικότητα του Νικολάου Φιλιππίδη. Τα αναγνωρισμένα προσόντα του αποτελούσαν εγγύηση για την επιτυχία του έργου του στην Καβάλα. Τα πύρινα άρθρα του ενθουσίαζαν τους Έλληνες, που αγωνίζονταν για να αποτρέψουν τον βουλγαρικό κίνδυνο. Η Βουλγαρία δύσκολα θα εμφάνιζε εθνική ταυτότητα αν ο τότε τσάρος της Ρωσίας, δεν νικούσε τους Τούρκους στην μάχη της Πλεύνας με την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το 1878, ανακηρύσσει την Βουλγαρία ενιαίο κράτος. Από το 1878 μέχρι το 1944 ο βουλγαρικός λαός έζησε κάτω από αυταρχικό μοναρχο-τσιφλικάδικο καθεστώς. Από το 1904, η Βουλγαρία επιδίδεται συστηματικά σε εθνικό αγώνα ενάντια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκειμένου να κατακτήσει εδάφη της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας και Θράκης και στη συνέχεια να προσαρτήσει αυτά στο Βουλγάρικο ανεξάρτητο τότε κράτος. Για τον παραπάνω σκοπό ιδρύει το Κομιτάτο, οι άνδρες του οποίου (Κομιτατζήδες) δίνουν σκληρές μάχες, με τις δυνάμεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με αιτιολογικό, πως η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη, ιστορικά είναι βουλγάρικες. Η ένοπλη όμως αυτή εκστρατεία των Κομιτατζήδων, γρήγορα έρχεται σε αντίθεση με τα εθνικά συμφέροντα των άλλων Βαλκανικών χωρών, όπως της Ελλάδας, της Ρουμανίας και της Σερβίας, οι οποίες διεκδικούν τις ίδιες τουρκοκρατούμενες περιοχές για τους ίδιους εθνικούς λόγους. Έτσι οργανώνουν και αυτές ένοπλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τον Βουλγάρικο επεκτατισμό σε βάρος τους. Η Ελλάδα οργανώνει τα γνωστά ένδοξα ένοπλα σώματα των Μακεδονομάχων με αρχηγό τον Παύλο Μελά κι άλλους θρυλικούς Μακεδονομάχους. Κέντρα δραστηριότητας του Μακεδονικού Αγώνα ήταν τα Ελληνικά Προξενεία της Μακεδονίας και της Θράκης τα οποία εφοδίαζαν τους Μακεδονομάχους με πολεμικό υλικό και άλλες ανάγκες. Στην Καβάλα την αντίσταση διηύθυνε ο αείμνηστος ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης ο οποίος ματαίωσε το 1905 την εγκατάσταση του Βούλγαρου πρόξενου στην Καβάλα. Υπήρξε για χρόνια η ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή. Πραγματοποιούσε περιοδείες στις γύρω περιοχές, συνεργαζόταν με τις ελληνικές προξενικές αρχές, παρακολουθούσε κάθε ύποπτη κίνηση, μετέφερε εντολές του ελληνικού υποπροξενείου και έδινε χρήσιμες οδηγίες. Ενεργό ρόλο στην εθνική υπόθεση έπαιξε το ελληνικό υποπροξενείο της Καβάλας Το εθνικό κέντρο Καβάλας οργανώθηκε από το ριψοκίνδυνο και ακαταπόνητο εργάτη της εθνικής ιδέας Στυλιανό Μαυρομιχάλη. Από 1ης Απριλίου 1906 πρόσφερε πολύτιμες εθνικές υπηρεσίες ως γραμματέας του υποπροξενείου Καβάλας.

ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΧΗ

Η Καβάλα γνώρισε τρείς κατοχές από τους Βουλγάρους η πρώτη στις 27/10/1912. Η Τουρκική διοίκηση της πόλης δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί στους λίγους κομιτατζήδες αντάρτες του Μιχαήλ Τσάκωφ. Το Διοικητήριο της πόλης καταλήφθηκε γρήγορα από τους Βούλγαρους. Η θηριώδης διαγωγή που επέδειξαν τόσο εναντίον των Χριστιανών, όσο και εναντίον των Τούρκων και Εβραίων, κατοίκων ήταν απερίγραπτη. Το αποκορύφωμα της θηριωδίας τους συνέπεσε με την άφιξη του αρχικομιτατζή Τσερνόπεεφ-βιασμοί, ληστείες, φυλακίσεις, ξυλοδαρμοί. Οι Βούλγαροι ευθύς εξ αρχής έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο εκβουλγαρισμού και οικειοποίησης της περιοχής. Μετέβαλλαν τα τζαμιά σε βουλγαρικές εκκλησίες με Βούλγαρους ιερείς, μετέφεραν και εγκατέστησαν στην πόλη βουλγάρικο πληθυσμό, επέβαλλαν λογοκρισία στο Ταχυδρομείο και στον Τύπο. Μετακάλεσαν δασκάλους και δασκάλες και ίδρυσαν αμέσως βουλγάρικο σχολείο. Επειδή όμως δεν υπήρχαν αρκετά βουλγαρόπαιδα για τη λειτουργία σχολείου στρατολόγησαν με τη βία και την απειλή ελληνόπουλα. Ανάγκασαν σε εξάντληση το φτωχότερο πληθυσμό και κακοποίησαν τους πλουσιότερους. Κατά το δεύτερο μήνα της εισβολής τους οι Βούλγαροι απέκλεισαν την παραλία της Καβάλας με συρματοπλέγματα για να απαγορεύσουν την επαφή και την επικοινωνία των κατοίκων με τον ελληνικό στόλο, ο οποίος κατέλαβε τη Θάσο, περιέπλεε τα παράλια βοηθώντας στις επιχειρήσεις του Παγγαίου. Με την κήρυξη του ελληνοβοuλγαρικού πολέμου η κατάσταση στην Καβάλα επιδεινώθηκε. Για να προλάβουν αντιδράσεις οι Βούλγαροι συνέλαβαν τον επίσκοπο Μυρέων Αθανάσιο και τους προκρίτους της Καβάλας Κλ. Τερμεντζή, Παν. Βουλαλά, Αστ. Ζουρμπά (τον εκδότη της πρώτης Καβαλιώτικης εφημερίδας,  «ΣΗΜΑΙΑ», το γιατρό Κονσουλίδη, Αθ. Χαρισιάδη, Μιχ. Κολοκύθα, κ.Πουλίδη Ηλ. Φέσσα (σύνολο 70 άτομα) και τους «απήγαγον εν μέσω συνεχών ταλαιπωριών ως ομήρους».

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

    Η Καβάλα ελευθερώθηκε στις 26 Ιουνίου 1913 από τον ελληνικό στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στη Θάσο. Η απελευθέρωση έγινε με το εξής τέχνασμα. Παραγγέλθηκαν να ’ρθουν από τη Θεσ/νίκη 5 οπλιταγωγά. Αυτά συνοδευόμενα από το θωρηκτό «Ύδρα» άρχισαν να ανταλλάσσουν σήματα με το στόλο της Θάσου κι έδωσαν την εντύπωση της απόβασης. Στο μεταξύ τα αντιτορπολλικά «Λόγχη» και «Λέων», που δέχτηκαν στον Στρυμόνα την επίθεση μιας βουλγαρικής πυροβολαρχίας, με τις οβίδες που έριξαν ανέφλεξαν μια γειτονική πυριτιδαποθήκη της πυροβολαρχίας. Ο βομβαρδισμός αυτός και η ανάφλεξη της πυριτιδαποθήκης  διασκόρπισαν ένα απόσπασμα ανδρών και προξένησαν σύγχυση στη βουλγαρική φρουρά της Καβάλας. Κατά τη διάρκεια της νύκτας οι ηλεκτρικοί προβολείς των μεταγωγικών εξερευνούσαν την παραλία σαν να ζητούσαν σημείο απόβασης. Οι Βούλγαροι έντρομοι ερευνούσαν κι αυτοί τον ορίζοντα με τη βοήθεια προβολέα που είχαν μεταφέρει από την Αλεξανδρούπολη. Ύστερα όλα επανήλθαν στη σκιά. Πάνω από 2000 Βούλγαροι εγκατέλειψαν άτακτα την πόλη, ενώ βάρκα από την Καβάλα έσπευδε στον Κουντουριώτη για να αναγγείλει την ευχάριστη είδηση της αποχώρησης των Βουλγάρων. Το πρωί της 26 Ιουνίου το τορπιλοβόλο «Δόξα» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Κριεζή προσορμίστηκε στην παραλία της Καβάλας, οδηγούμενο από γνώστη της ναρκοθέτησης του διαύλου. Το ναυτικό άγημα που αποβιβάστηκε έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ οι μαθητές του Ημιγυμνασίου παρατεταγμένοι με τον καθηγητή Στάνη στην παραλία απέδιδαν τιμές και συνόδευαν το άγημα στο Διοικητήριο, το σημερινό Πρωτοδικείο, όπου στον εξώστη του υψώθηκε η ελληνική σημαία. Τον Δεκέμβριο του 1913 με δημοσίευση στο φύλλο της εφημερίδας της Κυβέρνησης ορίζεται η Καβάλα  η έδρα του Δ Σώματος Στρατού.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗ

Οι Βούλγαροι δεν παραιτήθηκαν από τις αρχικές τους βλέψεις για την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας σύμφωνα με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1877. Και νέα ευκαιρία τους δόθηκε με τον Α΄  Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κατάσταση στην Ελλάδα και Βουλγαρία είχε ως εξής: Με την κήρυξη του πολέμου από την Αυστρία κατά της Σερβίας τον Ιούλιο του 1914 η Ελλάδα τήρησε αρχικά στάση ουδετερότητας, αλλά αργότερα ο Βενιζέλος (18/8/1914) πρότεινε στις δυνάμεις της ΕΝΤΕΝΤΕ να πολεμήσει η Ελλάδα στο πλευρό τους ελπίζοντας στην μελλοντική ικανοποίηση των διεκδικήσεών της. Έτσι θα εξασφάλιζε τη θέση της Ελλάδας έναντι της Βουλγαρίας και Τουρκίας. Ταυτόχρονα η Ρωσία φαινόταν να υποστηρίζει τις βουλγαρικές βλέψεις, στην Ανατολική Μακεδονία. Ο Ελ. Βενιζέλος στις 11/1/1915 και 17/1/1915 αντίστοιχα επέδωσε δύο υπομνήματα στο βασιλιά Κων/νο τα οποία αποκάλυπταν τις προθέσεις του. Στο πρώτο υπόμνημα μεταξύ άλλων αναφερόταν: «…δεν θα εδίσταζα όσο κι αν είναι οδυνηρή η εγχείρησις να συμβουλεύσω την θυσία της Καβάλας για να σωθεί ο εν Τουρκία Ελληνισμός και να ασφαλιστεί η δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος…». Στο δεύτερο υπόμνημα επαναλάμβανε: «Η παραχώρησις της Καβάλας είναι βεβαίως θυσία οδυνηροτάτη, αισθάνομαι δε αίσθημα βαθυτάτου  ψυχικού άλγους εισηγούμενος αυτήν. Αλλά δεν διστάζω να την προτείνω ευθύς ως λάβω υπ’ όψιν τινα εθνικά ανταλλάγματα πρόκειται να ςξασφαλισθώσι δια της θυσίας ταύτης…». Μετά από τη Συμμαχική επίθεση στα Δαρδανέλλια στις 6-19/2/1915 ο Βενιζέλος με νέο σχέδιο και για να εξασφαλίσει τη συνεργασία της Βουλγαρίας με την ΕΝΤΕΝΤΕ φαινόταν διατεθειμένος να της παραχωρηθούν η Καβάλα, Δράμα και Χρυσούπολη (Σαρί Σαμπάν). Τη θέση αυτή ασπάζονταν και οι σύμμαχοι για να πείσουν τη Βουλγαρία να βγει στον πόλεμο μαζί τους. Ήδη κατά τον Ιανουάριο του 1915 οι προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα και τη Βουλγαρία ήταν: Αν πολεμούσαν και οι δύο στο πλευρό των συμμάχων, η Βουλγαρία θα έπαιρνε από την Ελλάδα τη Χρυσούπολη, τη Δράμα και την Καβάλα. Η Ελλάδα θα έπαιρνε δεκαπλάσια έκταση στη Μ. Ασία, όταν θα γινόταν εκεί επιτυχημένη εκστρατεία. Τελικά η Βουλγαρία τον Οκτώβριο του 1915 συμμάχησε με τις Κεντρικές αυτοκρατορίες, πάντα με απώτερο σκοπό την ίδρυση της μεγάλης Βουλγαρίας, και στις 13-26-5-1916 οι Βούλγαροι με τους Γερμανούς εισέβαλλαν στο ελληνικό έδαφος και κατέλαβαν το Ρούπελ. Στις 29-8-11-9-1916 (την ίδια μέρα που ο πρωθυπουργός Ζαΐμης υπέβαλλε την παραίτηση του) οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ελλάδα η οποία τους παραδόθηκε μαζί με το Δ΄ Σώμα Στρατού υπό του συνταγματάρχη Χατζόπουλο. Για το ιστορικό γεγονός αυτής της περιόδου έχουν γραφεί πολλά, με διαφορές συνήθως μεταξύ τους. Όμως η παράδοση του Δ΄ Σώματος Στρατού, τι επιπτώσεις μπορεί να έχει; Η επίσημη ιστορία του Ελληνικού Κράτους λέγει τα εξής: «Η συνθηκολόγησις του Δ΄ Σ.Σ. παρέδιδε ανυπεράσπιστον την ανατολικήν Μακεδονίαν εις τους Βουλγάρους…τούτο εξήγειρε τον Ελληνικόν λαόν και τα γεγονότα ταύτα απετέλεσαν το ισχυρότερον επιχείρημα των υπερμάχων της εξόδου της Ελλάδος εκ της ουδετερότητος παρά το πλευρόν των συμμάχων, των οποίων η παράταξις ήρχισε να ενισχύεται σοβαρώς. Αντιθέτως, οι υποστηρίξαντες την πολιτικήν της ουδετερότητος διατείνοντο ότι αν οι σύμμαχοι δεν είχον αποβιβασθεί εις Θες/νίκην, δεν θα επήρχοντο τα τραγικά ταύτα γεγονότα. Έκτοτε ο διχασμός ενετάθη και ο φανατισμός εκορυφώθη, ευρυνομένου μεταξύ των αντιφρονούντων χάσματος…» (απόσπασμα από την εφημερίδα «Μακεδονία»). Μια άλλη αναφορά είναι το απόσπασμα της  ομιλίας του κ.Παπακώστα δημοσιογράφου στο 2ο Βαλκανικό Συνέδριο-Καβάλα 19-9-2005 «…Μια ζοφερή σελίδα της στρατιωτικής ιστορίας είναι η παράδοση του Δ΄ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς, στην έναρξη του Α΄Παγκοσμίου πολέμου. Αρκετοί αξιωματικοί και οπλίτες, μέρος της Φρουράς Καβάλας κατέφυγαν στη Θάσο, από κει μεταφέρθηκαν στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας μέχρι το τέλος του πολέμου, επιστρέφοντας στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1919…» Το οδυνηρό όμως ήταν ότι η περιοχή παραδόθηκε αμαχητί στους Βουλγάρους γνωρίζοντας μια άνευ προηγουμένου σκληρή κατοχή. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1918 η 13η Μεραρχία (Διοικητής Ιάκωβος Νεγρεπόντης) ανακαταλαμβάνει με το 542 Σύνταγμα Ευζώνων (Διοικητής συνταγματάρχης Κοντός) την Καβάλα. Η παράδοση του Δ΄ Σ.Σ και η κατάληψη της Καβάλας συγκλόνισαν την Αθήνα. Στη συνέχεια οι Βούλγαροι κατέλαβαν όλη την Ανατολική Μακεδονία ως το Στρυμόνα. Η περιοχή, που κατέλαβαν, γνώρισε για δεύτερη φορά τις βουλγαρικές φρικαλεότητες και δοκιμάστηκε από την πείνα και την στέρηση. Οι ταλαιπωρίες των Ελλήνων επιδεινώθηκαν από τον Ιούνιο του 1917 που η Ελλάδα «βγήκε» επίσημα στο πλευρό της ΕΝΤΕΝΤΕ. Από τότε η Βουλγαρία θεώρησε την Ελλάδα επίσημα ως εχθρικό κράτος και επιδόθηκε με φανατισμό στην εξόντωση των Ελλήνων. Μερικά από τα μέτρα που πήραν οι Βούλγαροι ήταν: οι ομηρίες, εγκρίτων κυρίως κατοίκων, στη Βουλγαρία, όπου πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες, οι ομαδικές σφαγές, οι εκτοπίσεις, η ίδρυση στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη και ο υποσιτισμός των κατοίκων. Με την ήττα των Κεντρικών αυτοκρατοριών και το τέλος του πολέμου το Νοέμβριο του 1918, οι Βούλγαροι υπέγραψαν τη συνθήκη του Νεϊγύ (27/4/1919) με τις νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις. Η Βουλγαρία έχασε τη Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία. Η συνθήκη του Νεϊγύ καταπατήθηκε από τη Βουλγαρία το 1937. Για ιστορικούς λόγους,  αναφέρεται η τρίτη κατοχή της Καβάλας από τους Βούλγαρους. Στις 10-4-1941 μπήκαν τα γερμανικά στρατεύματα στην πόλη και στις 10-5-1941 κατέλαβαν οι Βούλγαροι πέντε ελληνικούς νομούς: Δράμας, Καβάλας, Σερρών, Ξάνθης και Κομοτηνής. Η Καβάλα απελευθερώθηκε στις 13 Σεπτέμβρη του 1944.

ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ  ΚΑΒΑΛΑΣ

Το Φρούριο που κατασκευάστηκε στους χρόνους του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανού (527-565) και επισκευάστηκε πολλές φορές.
Οι Καμάρες, που δεσπόζουν στην πόλη, είναι το παλιό Υδραγωγείο που κατασκεύασε ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Β’ ο Μεγαλοπρεπής (1494-1556) το 16ο αιώνα και από το αυλάκι που υπάρχει πάνω σ’ αυτές έφτανε το νερό ως το Φρούριο και τη συνοικία της Παναγίας.
Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Μωχάμετ Άλη και έξω από το οποίο υπάρχει ο έφιππος ανδριάντας του.
Η διατηρητέα συνοικία της Παναγίας κάτω από το Φρούριο.
Το Ιμαρέτ, που βρίσκεται στη συνοικία της Παναγίας, το ίδρυσε ο Μωχάμετ Άλη το 1817 και ως το 1902 λειτούργησε σαν Μουσουλμανική Ιερατική Σχολή και από το 1923 ως φιλανθρωπικό συσσίτιο σήμερα λειτουργεί ως ξενοδοχείο.                    
Το Αρχαιολογικό Μουσείο με τα πολύ ενδιαφέροντα εκθέματά του από τη Νεολιθική εποχή, από το ναό της Παρθένου(Καβάλα), από τους τάφους της Αμφίπολης κ.ά.
Το Μουσείο Καπνού με φωτογραφίες και μεθόδους επεξεργασίας του φυτού από την εποχή που η Καβάλα ήταν το κέντρο εμπορίου καπνού.
Εκκλησία της Παναγίας που χτίστηκε το 15ο αιώνα μ.χ
Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που χτίστηκε το 1864
Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου που χτίστηκε το 1888.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου